- κερατοφυής
- κερᾱτο-φῠής, ές,A growing horns, horned, Ath.11.476a, EM541.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κερατοφυής — κερατοφυής, ές (Α) (για ζώο) αυτός στο κεφάλι τού οποίου φύονται κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + φυής (< φύος), πρβλ. αυτο φυής, ιδιο φυής] … Dictionary of Greek
κερατοφυής — growing horns masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοφυῆ — κερατοφυής growing horns neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κερατοφυής growing horns masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κερατοφυής growing horns masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κερατοφυώ — κερατοφυῶ, έω (Α) [κερατοφυής] βγάζω κέρατα στο κεφάλι μου … Dictionary of Greek